- λαμπρός
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
* * *-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM λαμπρός, -ά, -όν, θηλ. και -ή)1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν μὲν γὰρ σελήνη λαμπρά», Θουκ.)2. (για τα μάτια και για το βλέμμα) έντονος στην έκφραση, σπινθηροβόλος («οὐ γάρ ποτ' ὄμμα λαμπρὸν ἐνθήσεις κόραις», Ευρ.)3. (για μέταλλα και μεταλλικά είδη) στιλπνός, αστραφτερός (α. «λαμπρά αργυρά σκεύη» β. «λαμπρῇσιν κορύθεσσι». Ομ. Ιλ.)4. (για την ημέρα) ολοφώτεινος, κατάφωτος5. (για τη φωνή) ευκρινής, εύηχος («ἐρεῑ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ», Δημοσθ.)6. (για λεκτικό ύφος) ωραίος, καλλιεπής7. (για πρόσ.) ξακουστός, περίφημος, ένδοξος («ἄπασι συνέπεσεν ἐξ ἀδόξων μὲν γενέσθαι λαμπροῑς», Ισοκρ.)8. εξαίρετος, υπέροχος, έξοχος9. το ουδ. ως ουσ. το λαμπρό(ν)η λαμπρότητανεοελλ.1. (για άνεμο) ο μεταξύ μετρίου και σφοδρού, αλλ. φρέσκος2. το θηλ. ως ουσ. η λαμπρήκοινή ονομασία φυτού τού γένους λαβαντούλα3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λαμπρή ἡ η Λαμπράη γιορτή τής Ανάστασης, το Πάσχανεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. φωτιάμσν.1. το ουδ. ως ουσ. α) τα επίγεια αγαθάβ) δόξα, τιμήγ) καημός, βάσανοδ) βολή πυροβόλουε) κεραυνός2. φρ. «λαμπρὸν ἑλληνικόν» — το υγρό πυρ(μσν. -αρχ.) (το υπερθ.) λαμπρότατος, -άτη, -ον(ως τιμητικό επίθ.) εκλαμπρότατος, μεγαλειότατοςαρχ.1. (για νερό) διαυγής («τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων», Ξεν.)2. (για ένδυμα) α) λευκός («ὁ δὲ λαβὼν πρῶτον λαμπρὰν ἐσθῆτα», Πολ.)β) καθαρός3. (για αμφίεση) πολυτελής4. ισχυρός, δυνατός, ορμητικός («ταῡτα τὰ πλοῑα... οὐ δύναται πλέειν, ἢν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχη», Ηρόδ.)5. (για μάχη) πεισματώδης6. (για κίνδυνο) άμεσος, επικείμενος («τοσούτῳ λαμπρότερον ἦν ὁ κίνδυνος», Πολ.)7. (για πράγματα και γεγονότα) καταφανής, φανερός («τότε δὲ ἤδη λαμπρά τε καὶ ἐκ πάντων ἡ φυγὴ ἐγίγνετο», Αρρ.)8. (για πρόσ.) γενναιόδωρος («λαμπροὺς δ' ἔν τε ταῑς ὑπὲρ τῆς πόλεως λειτουργίαις», Ισοκρ.)9. (για πρόσ. και για πράγματα) χαρμόσυνος, ευχάριστος.επίρρ...λαμπρώς και -ά (AM λαμπρῶς)με λαμπρό τρόπο, θαυμάσια, εξαίρεταμσν.1. αξιοπρεπώς2. πολύ ευχάριστα(μσν. -αρχ.) ολοσχερώς, ολοκληρωτικά («ἡ Χαρίκλεια δὲ ἥττητο λαμπρῶς», Ηλιόδ.)αρχ.1. σφοδρά, δυνατά2. σαφώς, καταφανώς, φανερά («λαμπρῶς ἐλέγετο», Θουκ.)3. γενναιόδωρα («λαμπρῶς δὲ χορηγοῡντο», Αντιφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + επίθημα -ρός (πρβλ. λεπ-ρός, σαθ-ρός).ΠΑΡ. λαμπρίζω, λαμπρότητα, λαμπρύνω, λαμπτήρμσν.λαμπράτοςμσν.- νεοελλ.λαμπραίνωνεοελλ.λαμπράδα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαμπροειδής, λαμπρόφωνοςαρχ.λαμπραυγής, λαμπρείμων, λαμπρόβιος, λαμπρόζωνος, λαμπρόμαλλος, λαμπρομοιρίαι, λαμπρόπους, λαμπροπυρσόμορφος, λαμπροφαής, λαμπροφανής, λαμπροφεγγής, λαμπρόφθαλμος, λαμπροφοίτης, λαμπρόψυχοςαρχ.-μσν.λαμπρότοξοςμσν.λαμπροδόμητος, λαμπροκάρκαλλον, λαμπρόκλωστος, λαμπροκόκκινος, λαμπρολογώ, λαμπρομάτα, λαμπρόμορφος, λαμπροπουκαμισάτος, λαμπροπρεπής, λαμπρόσπορος, λαμπρόφθογγος, λαμπροφωτεινός, λαμπροχάριτες, λαμπροχαριτωμένα, λαμπροχίτων, λαμπροχρωματισμένοςμσν.- νεοελλ.λαμπροστόλιστοςνεοελλ.λαμπροκεφάλι, λαμπρόξανθος, λαμπρόπλαστος, λαμπροπούλι, λαμπρόσκολα. (Β' συνθετικό) έκλαμπρος, κατάλαμπρος, υπέρλαμπροςαρχ.διάλαμπρος, επίλαμπρος, εύλαμπρος, ημίλαμπρος, υπόλαμπροςνεοελλ.ολόλαμπρος, περίλαμπρος, φεγγαρόλαμπρος].
Dictionary of Greek. 2013.